- φυλλοβολεῖ
- φυλλοβολέωshed the leavespres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic)φυλλοβολέωshed the leavespres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φυλλοβολώ — έω, Α [φυλλοβόλος] 1. ρίχνω τα φύλλα μου, μού πέφτουν τα φύλλα το φθινόπωρο και τον χειμώνα («φυλλοβολεῖ δὲ πάντα τοῦ μετοπώρου καὶ μετὰ τὸ μετόπωρον», Θεόφρ.) 2. (για άνθος) χάνω τα πέταλά μου («ῥόδα φυλλοβολοῡντα», Καλλίμ.) 3. ραίνω με φύλλα… … Dictionary of Greek